- ἀποκλαδεύω
- ἀποκλᾰδεύω,A lop off the branches, Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποκλαδεύω — (Α ἀποκλαδεύω) τελειώνω το κλάδεμα αρχ. κόβω εντελώς τα κλαδιά … Dictionary of Greek
ἀποκλαδεύσαντα — ἀποκλαδεύω lop off the branches aor part act neut nom/voc/acc pl ἀποκλαδεύω lop off the branches aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαδεύω — (AM κλαδεύω) κόβω τα περιττά κλαδιά δέντρου ή θάμνου για τόνωση και πλούσια καρποφορία («κλαδεῡσαι δεῑ, σκάψαι, ἀναδῆσαι», Κλήμ.) νεοελ. 1. μτφ. χτυπώ κάποιον δυνατά 2. μτφ. σφάζω, αποκεφαλίζω, σκοτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι). ΠΑΡ. κλάδε(υ)μα,… … Dictionary of Greek